γεωμετρικως

γεωμετρικως
    γεωμετρικῶς
    γεω-μετρικῶς
    геометрически Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γεωμετρικως" в других словарях:

  • γεωμετρικῶς — γεωμετρικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ITALIA — I. ITALIA apud vetustissimos Scriptores, Brutiorum proprie regio est, quam Phoenices dixêre Itariam, quasi Piceariam, propter picis copiam praestantiamque, ut Bochart, erudite demonstrat. Vide eum Parte prior. l. 2. c. 26. ut et quae dicta suo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γεωμετρικός — ή, ό (AM γεωμετρικός, ή, όν) [γεωμέτρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωμετρία 2. το θηλ. ως ουσ. γεωμετρική, η η τεχνική καταμέτρησης και απεικόνισης τμημάτων τής γήινης επιφάνειας 3. φρ. «γεωμετρική τέχνη», «γεωμετρικά αγγεία» κ.λπ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»